- κληροδόχος
- -οαυτός που δέχεται κληρονομία ή κληροδότημα το οποίο τού αφήνει κάποιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κλῆρος + -δόχος (< δέχομαι), πρβλ. εντολο-δόχος, καπνο-δόχος. Ο τ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κληροδόχος — α, ο αυτός για τον οποίο αφήνεται κληρονομιά ή κληροδότημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλήρος — Τμήμα γης που δόθηκε με κλήρωση· ο λαχνός· το μερίδιο κληρονομιάς· η μοίρα, η τύχη. Επίσης κ. ονομάζεται το ιερατείο, δηλαδή το σύνολο των ανώτερων και κατώτερων κληρικών της Εκκλησίας. Στον ανώτερο κ. περιλαμβάνονται οι λειτουργοί που απέκτησαν… … Dictionary of Greek
κληροδότημα — Κάθε περιουσιακή ωφέλεια (πράγμα, απαίτηση κλπ.) που ο διαθέτης, με διάταξη η οποία περιλαμβάνεται στη διαθήκη του, προσπορίζει σε ένα πρόσωπο, χωρίς όμως να το διορίζει κληρονόμο του. Κ. μπορεί να αναγραφεί και προς όφελος μεριδιούχου της «εξ… … Dictionary of Greek
ληγατάριος — και λεγατάριος, ὁ (Μ) 1. (στο Βυζάντιο) κρατικός υπάλληλος κατώτερος τού λογοθέτη τού βεστιαρίου 2. κληροδόχος, κληρονόμος 3. υπάλληλος που είχε ως καθήκοντά του την αστυνόμευση τών ξένων οι οποίοι έμεναν στην Κωνσταντινούπολη και την παρεμπόδιση … Dictionary of Greek
συγκληροδόχος — ο, Ν αυτός που μετέχει στην ίδια κληροδοσία με άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κληροδόχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στους Ελληνικούς Ιονίους Κώδικας] … Dictionary of Greek
κυοφορούμενο — (Νομ.). Ονομασία του εμβρύου στη νομική ορολογία. Το δίκαιο αναγνωρίζει δικαιώματα στο κ., καθορίζοντας με γενική διάταξη το εξής: «Ως προς τα δικαιώματα που του επάγονται, το κ. θεωρείται γεννημένο, αν γεννηθεί ζωντανό». Αν γεννήθηκε ζωντανό, αν … Dictionary of Greek